- επιστεγάζω
- μετ.1) покрывать крышей, кровлей; 2) завершать, увенчивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιστεγάζω — επιστεγάζω, επιστέγασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιστεγάζω — (AM ἐπιστεγάζω) σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη νεοελλ. ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη … Dictionary of Greek
επιστεγάζω — επιστέγασα, επιστεγάστηκα, επιστεγασμένος, μτβ. 1. καλύπτω κάτι με στέγη, στεγάζω. 2. μτφ., συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (έργο, ζωή κτλ.) με κάποια τελευταία αξιόλογη πράξη: Επιστέγασε την πολεμική του δράση με την πράξη αυτοθυσίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστεγάσας — ἐπιστεγά̱σᾱς , ἐπιστεγάζω roof over fut part act fem acc pl (doric) ἐπιστεγά̱σᾱς , ἐπιστεγάζω roof over fut part act fem gen sg (doric) ἐπιστεγάσᾱς , ἐπιστεγάζω roof over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροδωματιάζω — [ακρόδωμα] επιστεγάζω ένα οικοδόμημα με ακροδώματα … Dictionary of Greek
επιστέγαση — η 1. κάλυψη με στέγη 2. η ολοκλήρωση έργου ή προσφοράς με σημαντική τελική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστεγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
επιστέγασμα — το [επιστεγάζω] 1. στέγη 2. το τελικό συμπλήρωμα ενός έργου, προσφοράς κ.λπ … Dictionary of Greek
επιστέφω — (AM ἐπιστέφω) [στέφω] στολίζω με στεφάνι νεοελλ. ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω αρχ. μσν. γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο») αρχ. 1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι 2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κατοροφώ — κατοροφῶ, όω (Μ) καλύπτω με οροφή, επιστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀροφῶ «καλύπτω με οροφή»] … Dictionary of Greek